- ηδύσαρο
- (hedysarum). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών που περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, πολλά από τα οποία είναι μονοετείς ή πολυετείς θάμνοι ή πόες και καλλιεργούνται ως κτηνοτροφικά. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τέσσερα είδη, γνωστά με τις ακόλουθες επιστημονικές ονομασίες: η. το μακεδονικό, που φυτρώνει στους λόφους της Μακεδονίας, η. το στεφανωματικό, που φυτρώνει στα λιβάδια της Θράκης και της Κέρκυρας, η. το κεφαλωτό, που φυτρώνει στα πετρώδη εδάφη της Αχαΐας, της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς, και η. το πολυάκανθο, που φυτρώνει στους πετρώδεις τόπους της Εύβοιας, της Κρήτης, της Μεσσηνίας και της Αττικής.
Το άνθος του φυτού ηδύσαρο.
* * *το (Α ἡδύσαρον)νεοελλ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας φαβίδεςαρχ.είδος φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + σάρον «άχυρο» (< σαίρω). Τα α' συνθετικό ηδυ- απαντά σε αρκετές ονομασίες φυτών (πρβλ. ηδύ-γαιον, ηδύ-οσμος)].
Dictionary of Greek. 2013.